- εκτρωτικός
- η , ό[ν] вызывающий преждевременные роды; относящийся к преждевременным родам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτρωτικός — ή, ό (Α ἐκτρωτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έκτρωση ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα») II. επίρρ. εκτρωτικώς με τρόπο που προκαλεί έκτρωση … Dictionary of Greek
εκτρωτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην έκτρωση (βλ. λ.), που προκαλεί έκτρωση: Εκτρωτικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτρωτικήν — ἐκτρωτικός abortive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
εξαμβλωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.), εκτρωτικός, που συντελεί στην εξάμβλωση. 2. ο όμοιος με εξάμβλωμα, τερατώδης, τερατόμορφος, οικτρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμβλωτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.) ή που γίνεται με εξάμβλωση: Εξαμβλωτική μέθοδος. 2. που προκαλεί εξάμβλωση, εκτρωτικός: Εξαμβλωτικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)